Δείτε επίσης: Earl
      ενικός         πληθυντικός  
earl earls

  Ετυμολογία

επεξεργασία
earl < (κληρονομημένο) μέση αγγλική erl, erle < αγγλοσαξονική eorl < δυτική πρωτογερμανική *erl}} < πρωτογερμανική *erlaz

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɜːl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ɝːl/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

earl (en)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • προκειμένου περί γυναικών, χρησιμοποιείται η λέξη countess

Δείτε επίσης

επεξεργασία