comes
Λατινικά (la) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
comes αρσενικό
Επεξεργασία
- αρμενικά: կոմս (hy)
- αγγλικά: count (en), constable (en)
- νέα ελληνικά: κόμης, κομητεία, κοντόσταβλος
- γαλλικά: comte (fr)
- ισπανικά: conde (es), cómitre (es)
- ιταλικά: comito (it), conte (it)
- καταλανικά: comte (ca)
- πορτογαλικά: conde (pt)
- ρουμανικά: comite (ro)
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | comes | comitēs |
γενική | comitis | comitum |
δοτική | comitī | comitibus |
αιτιατική | comitem | comitēs |
κλητική | comes | comitēs |
αφαιρετική | comite | comitibus |