• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

comes

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Λατινικά (la)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Αλλόγλωσσα παράγωγα
      • 1.3.2 Κλίση

Λατινικά (la) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

comes < com- + eo

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /'ko.mes/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

comes αρσενικό

  1. ακόλουθος, οπαδός
  2. εταίρος
  3. συμμέτοχος, μέτοχος
  4. υπηρέτης
  5. αυλικός
  6. (μεσαιωνική λατινική) κόμης

Αλλόγλωσσα παράγωγαΕπεξεργασία

  • αρμενικά: կոմս (hy)
  • αγγλικά: count (en), constable (en)
  • νέα ελληνικά: κόμης, κομητεία, κοντόσταβλος
  • γαλλικά: comte (fr)
  • ισπανικά: conde (es), cómitre (es)
  • ιταλικά: comito (it), conte (it)
  • καταλανικά: comte (ca)
  • πορτογαλικά: conde (pt)
  • ρουμανικά: comite (ro)

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική comes comitēs
γενική comitis comitum
δοτική comitī comitibus
αιτιατική comitem comitēs
κλητική comes comitēs
αφαιρετική comite comitibus
(γ' κλίση)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=comes&oldid=3785429"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Μαΐου 2017, στις 14:59

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Μαΐου 2017, στις 14:59.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie