κομητεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακομητεία θηλυκό
- (ιστορία) περιοχή, στην οποία ασκούσε εξουσία ένας κόμης
- διοικητική υποδιαίρεση σε σύγχρονες χώρες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κομητεία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομητεία