count
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
count | counts |
count (en)
- το μέτρημα, η μέτρηση, η ενέργεια του μετρώ να βρω ένα σύνολο
- ⮡ the count of students in a department - το μέτρημα των μαθητών ενός τμήματος
- ⮡ a count of votes - μέτρηση των ψήφων
- (συνήθως ενικός) το μέτρημα, εκφώνηση αριθμών κατά ορισμένη σειρά
- ⮡ The count from one to ten.
- Το μέτρημα από το ένα ως το δέκα.
- ⮡ The count from one to ten.
- (νομικός όρος) το κεφάλαιο κατηγορίας
- ⮡ He was found guilty on all four counts.
- Ευρέθη ένοχος και στα τέσσερα κεφάλια της κατηγορίας.
- ⮡ He was found guilty on all four counts.
- (συνήθως πληθυντικός) το σημείο που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης
- ⮡ I disagree with you on both counts.
- Διαφωνώ μαζί σου και στα δύο σημεία.
- ⮡ I disagree with you on both counts.
- ο κόμης (εκτός Μεγάλη Βρετανία)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | count |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counts |
αόριστος | counted |
παθητική μετοχή | counted |
ενεργητική μετοχή | counting |
count (en)
- (αμετάβατο) μετράω, αριθμώ, εκφωνώ αριθμούς κατά σειρά
- ⮡ He knows how to count to ten.
- Ξέρει να μετράει ως το δέκα.
- ⮡ Count from 1 to 10.
- Αριθμείστε από το 1 ως το 10.
- ⮡ He knows how to count to ten.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μετράω, υπολογίζω το σύνολο των ανθρώπων, των πραγμάτων κτλ. σε μια συγκεκριμένη ομάδα
- ⮡ She’s counting the votes.
- Μέτρησε τους ψήφους.
- ⮡ After 60, every year counts double for retirement.
- Μετά τα 60 κάθε χρόνος μετράει δίπλα για τη σύνταξη.
- ⮡ She’s counting the votes.
- (μεταβατικό) περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι όταν υπολογίζω ένα σύνολο
- ⮡ There are five of us, counting my son.
- Είμαστε πέντε, περιλαμβανομένου και του γιου μου.
- ⮡ There are ten of us, not counting the dogs.
- Είμαστε δέκα, χωρίς να συμπεριλάβουμε τους σκύλους.
- ⮡ There are ten of us, not counting the children.
- Είμαστε δέκα, χώρια τα παιδιά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη include
- ⮡ There are five of us, counting my son.
- (αμετάβατο) μετράει, έχει σημασία
- ⮡ Every minute counts.
- Το κάθε λεπτό μετράει.
- ⮡ Money counts for little/nothing.
- Το χρήμα μετράει λίγο/δεν μετράει καθόλου.
- ⮡ The result is what counts.
- Το αποτέλεσμα είναι εκείνο που μετράει.
- ⮡ Every minute counts.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μετράω, θεωρούμαι έγκυρος, έτσι ώστε να υπολογίζομαι στο τελικό σύνολο
- ⮡ The basket didn’t count because the shot was made after offensive time had expired.
- Το καλάθι δε μέτρησε γιατί το σουτ έγινε αφού είχε λήξει ο χρόνος της επίθεσης.
- ⮡ The basket didn’t count because the shot was made after offensive time had expired.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θεωρώ
- ⮡ I count it an honor to serve you.
- Το θεωρώ τιμή μου να σας υπηρετήσω.
- ⮡ We must count him as dead.
- Πρέπει να τον θεωρήσουμε νεκρό.
- ⮡ I count myself lucky to be here.
- Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είμαι εδώ.
- ⮡ I count you among my friends.
- Σε θεωρώ φίλο μου.
- ⮡ He counts among the best lawyers in Athens.
- Υπολογίζεται μεταξύ των καλύτερων δικηγόρων της Αθήνας.
- ⮡ I count it an honor to serve you.