Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
count counts

count (en)

  1. μέτρημα, μέτρηση
  2. κόμης (εκτός Μεγάλη Βρετανία)
     συνώνυμα: earl

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας count
γ΄ ενικό ενεστώτα counts
αόριστος counted
παθητική μετοχή counted
ενεργητική μετοχή counting

count (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία