ενεστώτας count on
γ΄ ενικό ενεστώτα counts on
αόριστος counted on
παθητική μετοχή counted on
ενεργητική μετοχή counting on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
count on < → δείτε τις λέξεις count και on

count on (en)

  • βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε, προεξοφλώ, επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι κάποιον να κάνει κάτι ή να είναι σίγουρος ότι κάτι θα συμβεί
    ⮡  You can count on me.
    Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
    ⮡  I am counting on your help/discretion.
    Στηρίζομαι στη βοήθειά σου/στην εχεμύθειά σου.
    ⮡  I can’t count on the outcome of the negotiations.
    Δεν μπορώ να προεξοφλήσω την έκβαση των διαπραγματεύσεων.
    ⮡  Don’t count on his goodwill.
    Μην επαναπαύεσαι στην καλή του διάθεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη depend on