επαναπαύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαναπαύομαι < παθητική φωνή του ρήματος επαναπαύω
Ρήμα
επεξεργασίαεπαναπαύομαι
- μένω αδρανής, επειδή πιστεύω ότι αυτά που έχω αποκτήσει ή καταφέρει μέχρι τώρα είναι αρκετά και δεν χρειάζεται να προσπαθήσω περισσότερο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναπαύομαι | επαναπαυόμουν(α) | θα επαναπαύομαι | να επαναπαύομαι | ||
β' ενικ. | επαναπαύεσαι | επαναπαυόσουν(α) | θα επαναπαύεσαι | να επαναπαύεσαι | (επαναπαύου) | |
γ' ενικ. | επαναπαύεται | επαναπαυόταν(ε) | θα επαναπαύεται | να επαναπαύεται | ||
α' πληθ. | επαναπαυόμαστε | επαναπαυόμαστε επαναπαυόμασταν |
θα επαναπαυόμαστε | να επαναπαυόμαστε | ||
β' πληθ. | επαναπαύεστε | επαναπαυόσαστε επαναπαυόσασταν |
θα επαναπαύεστε | να επαναπαύεστε | (επαναπαύεστε) | |
γ' πληθ. | επαναπαύονται | επαναπαύονταν επαναπαυόντουσαν |
θα επαναπαύονται | να επαναπαύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναπαύτηκα | θα επαναπαυτώ | να επαναπαυτώ | επαναπαυτεί | ||
β' ενικ. | επαναπαύτηκες | θα επαναπαυτείς | να επαναπαυτείς | επαναπαύσου | ||
γ' ενικ. | επαναπαύτηκε | θα επαναπαυτεί | να επαναπαυτεί | |||
α' πληθ. | επαναπαυτήκαμε | θα επαναπαυτούμε | να επαναπαυτούμε | |||
β' πληθ. | επαναπαυτήκατε | θα επαναπαυτείτε | να επαναπαυτείτε | επαναπαυτείτε | ||
γ' πληθ. | επαναπαύτηκαν επαναπαυτήκαν(ε) |
θα επαναπαυτούν(ε) | να επαναπαυτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επαναπαυτεί | είχα επαναπαυτεί | θα έχω επαναπαυτεί | να έχω επαναπαυτεί | επαναπαυμένος | |
β' ενικ. | έχεις επαναπαυτεί | είχες επαναπαυτεί | θα έχεις επαναπαυτεί | να έχεις επαναπαυτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επαναπαυτεί | είχε επαναπαυτεί | θα έχει επαναπαυτεί | να έχει επαναπαυτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναπαυτεί | είχαμε επαναπαυτεί | θα έχουμε επαναπαυτεί | να έχουμε επαναπαυτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επαναπαυτεί | είχατε επαναπαυτεί | θα έχετε επαναπαυτεί | να έχετε επαναπαυτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναπαυτεί | είχαν επαναπαυτεί | θα έχουν επαναπαυτεί | να έχουν επαναπαυτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επαναπαυμένος - είμαστε, είστε, είναι επαναπαυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επαναπαυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επαναπαυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επαναπαυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επαναπαυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επαναπαυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επαναπαυμένοι |