Δείτε επίσης: ἀδρανής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδρανής η αδρανής το αδρανές
      γενική του αδρανούς* της αδρανούς του αδρανούς
    αιτιατική τον αδρανή την αδρανή το αδρανές
     κλητική αδρανή(ς) αδρανής αδρανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδρανείς οι αδρανείς τα αδρανή
      γενική των αδρανών των αδρανών των αδρανών
    αιτιατική τους αδρανείς τις αδρανείς τα αδρανή
     κλητική αδρανείς αδρανείς αδρανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αδρανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδρανής < ἀ- (στερητικό) + δραν- του δραίνω < δράω

αδρανής, -ής, -ές

  1. που δεν παρουσιάζει καμία δράση, στερείται δραστηριότητας κάθε μορφής
     συνώνυμα: οκνός, νωθρός
  2. που αντιμετωπίζει τα πράγματα παθητικά, που δεν ενεργεί και δεν αντιδρά σε προκλήσεις στο περιβάλλον του
     συνώνυμα: ανύπαρκτος, παθητικός, πλασματικός
  3. (χημεία) που δεν αντιδρά, ή δεν επιδρά, δηλαδή τείνει να διατηρεί την ίδια κατάσταση ακόμα και όταν προστίθενται άλλα χημικά στοιχεία ή χημικές ενώσεις
      αδρανής ατμόσφαιρα, αδρανής μάζα, αδρανές αέριο, αδρανές κράμα, αδρανές υλικό
  4. (βιολογία) αναφέρεται κυρίως σε γονίδιο χωρίς δράση

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία