Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γονίδιο τα γονίδια
      γενική του γονιδίου
γονίδιου
των γονιδίων
    αιτιατική το γονίδιο τα γονίδια
     κλητική γονίδιο γονίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γονίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική gonidium < αρχαία ελληνική γόνος + -ίδιον < γίγνομαι [1]

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣoˈni.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γο‐νί‐δι‐ο

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

γονίδιο ουδέτερο

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία