γονιδιωματική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γονιδιωματική | ||
γενική | της | γονιδιωματικής | ||
αιτιατική | τη | γονιδιωματική | ||
κλητική | γονιδιωματική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γονιδιωματική < θηλυκό του γονιδιωματικός < γονιδίωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγονιδιωματική θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η καταγραφή, χαρτογράφηση και μελέτη του συνόλου των γονιδίων ενός οργανισμού
- Ο απόηχος από το σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα, τη χαρτογράφηση δηλαδή του γονιδιώματος του ανθρώπου, θα μετατρέπεται συνεχώς σε μια ηχηρή πηγή κατανόησης της αυτογνωσίας μας. Η επιτυχία του εγχειρήματος οδήγησε ήδη στη δημιουργία ενός νέου πεδίου, του πεδίου της λεγομένης γονιδιωματικής, της μελέτης δηλαδή του συνόλου των γονιδίων ενός οργανισμού μέσα από τον καθορισμό της αλληλουχίας τους και στη συνέχεια της διαλεύκανσης της λειτουργίας τους.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγονιδιωματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γονιδιωματικός