Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γονιδιωματικός η γονιδιωματική το γονιδιωματικό
      γενική του γονιδιωματικού της γονιδιωματικής του γονιδιωματικού
    αιτιατική τον γονιδιωματικό τη γονιδιωματική το γονιδιωματικό
     κλητική γονιδιωματικέ γονιδιωματική γονιδιωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονιδιωματικοί οι γονιδιωματικές τα γονιδιωματικά
      γενική των γονιδιωματικών των γονιδιωματικών των γονιδιωματικών
    αιτιατική τους γονιδιωματικούς τις γονιδιωματικές τα γονιδιωματικά
     κλητική γονιδιωματικοί γονιδιωματικές γονιδιωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γονιδιωματικός < γονιδίωμα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

γονιδιωματικός, -ή, -ό

  • (ιατρική) (νεολογισμός) που έχει σχέση με το γονιδίωμα ή τη γονιδιωματική ή αναφέρεται σ' αυτά
    Και παρά το γεγονός ότι καταγράφεται μια συντηρητικότητα ως προς τον αριθμό των ειδικών πρωτεϊνών που υπάρχουν στα σπονδυλωτά, όπως αντιπροσωπεύονται από τον άνθρωπο για τον οποίο διαθέτουμε γονιδιωματικά δεδομένα, φαίνεται ωστόσο να υπάρχουν σημαντικές καινοτομίες ως προς τη δημιουργία νέων πρωτεϊνών των σπονδυλωτών. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία