γενομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γενομικός, -ή, -ό
- (ιατρική) (νεολογισμός) που έχει σχέση με το γονιδίωμα ή τη γονιδιωματική ή αναφέρεται σ' αυτά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενομικός
|