αλληλουχία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αλληλουχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλληλουχία < ἀλληλ (< ἀλλήλων) + -ουχία (< έχω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.li.luˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λου‐χί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλληλουχία θηλυκό
- (λόγιο) η σειρά και ακολουθία όμοιων πραγμάτων, ο σύνδεσμος ανάμεσα σε ό,τι προηγείται με ό,τι έπεται
- (λόγιο) ο ειρμός, η λογική σύνδεση νοημάτων και σκέψεων
- ↪ Αξίζει να προσέξουμε τη λογική αλληλουχία των συλλογισμών του.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλληλουχία