Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ειρμός οι ειρμοί
      γενική του ειρμού των ειρμών
    αιτιατική τον ειρμό τους ειρμούς
     κλητική ειρμέ ειρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειρμός < αρχαία ελληνική εἱρμός < εἴρω (βάζω σε σειρά),

λατινικά sero

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ειρμός αρσενικό

  1. νοηματική σειρά σκέψης, λογική σύνδεση και ακολουθία νοημάτων
  2. (θρησκεία) το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής

Σύνθετα επεξεργασία

συνειρμός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία