ειρμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ειρμός | οι | ειρμοί |
γενική | του | ειρμού | των | ειρμών |
αιτιατική | τον | ειρμό | τους | ειρμούς |
κλητική | ειρμέ | ειρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ειρμός < αρχαία ελληνική εἱρμός < εἴρω (βάζω σε σειρά),
λατινικά sero
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαειρμός αρσενικό
- νοηματική σειρά σκέψης, λογική σύνδεση και ακολουθία νοημάτων
- (θρησκεία) το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ειρμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειρμός