Ετυμολογία

επεξεργασία
trame < λατινική trama

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁam/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trame trames

trame (fr) θηλυκό

  1. η πλοκή
  2. ο ειρμός