πλοκή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλοκή | οι | πλοκές |
γενική | της | πλοκής | των | πλοκών |
αιτιατική | την | πλοκή | τις | πλοκές |
κλητική | πλοκή | πλοκές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλοκή < αρχαία ελληνική < πλέκω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλοκή θηλυκό
- (λογοτεχνία) η εξέλιξη του μύθου σε ένα αφηγηματικό ή δραματικό έργο