Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intrigue intrigues

intrigue (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η μπερδεμένη και ενοχλητική κατάσταση
  2. (παρωχημένο) η κρυφή ερωτική σχέση, συνήθως σύντομη
  3. η δολοπλοκίασκευωρία, η ραδιουργία
  4. η ίντριγκα στο θέατρο, στον κινηματογράφο, σε ένα μυθιστόρημα, η πλοκή
  5. η ραδιουργία