Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκευωρία οι σκευωρίες
      γενική της σκευωρίας των σκευωριών
    αιτιατική τη σκευωρία τις σκευωρίες
     κλητική σκευωρία σκευωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκευωρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκευωρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκευωρία θηλυκό

  • συνωμοσία που στρέφεται εις βάρος προσώπου ή συνόλου ή θεσμού με χαλκευμένες κατηγορίες
    Με ανακοίνωσή της η εταιρεία αρνείται τις κατηγορίες για διαφθορά και καταγγέλλει σκευωρία εις βάρος της

  Μεταφράσεις επεξεργασία