Ουσιαστικό

επεξεργασία

machination (en)



      ενικός         πληθυντικός  
machination machinations

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ʃi.na.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

machination (fr) θηλυκό

  1. η μηχανορραφία
  2. η σκευωρία
  3. η επιβουλή
  4. η ραδιουργία