μηχανορραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μηχανορραφία < μεσαιωνική ελληνική μηχανορραφία < (ελληνιστική κοινή) μηχανορράφος < αρχαία ελληνική μηχανή (< μῆχος) + ῥάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηχανορραφία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μηχανορράφος, μηχανή και ράβω