Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιουργία οι ραδιουργίες
      γενική της ραδιουργίας των ραδιουργιών
    αιτιατική τη ραδιουργία τις ραδιουργίες
     κλητική ραδιουργία ραδιουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιουργία < ελληνιστική κοινή ῥᾳδιουργία < ῥᾳδιούργος < αρχαία ελληνική ῥᾴδιος + -ουργία (ἔργον)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.ði.uɾˈʝi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιουργία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία