πλεκτάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλεκτάνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεκτάνη[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pleˈkta.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐κτά‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλεκτάνη θηλυκό
- κάτι που είναι σχεδιασμένο για να μας εξαπατήσει και να μας παγιδεύσει
- ※ —Ναι, ο Μίλτος. Το διαζύγιο μου με τον Κωστή κι ο ραγδαίος γάμος μου με σένα θα του αποκαλύψουν την πλεκτάνη μας.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ —Ναι, ο Μίλτος. Το διαζύγιο μου με τον Κωστή κι ο ραγδαίος γάμος μου με σένα θα του αποκαλύψουν την πλεκτάνη μας.
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλεκτάνη
→ δείτε τη λέξη παγίδα |
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πλεκτάνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλεκτάνη | αἱ | πλεκτάναι |
γενική | τῆς | πλεκτάνης | τῶν | πλεκτανῶν |
δοτική | τῇ | πλεκτάνῃ | ταῖς | πλεκτάναις |
αιτιατική | τὴν | πλεκτάνην | τὰς | πλεκτάνᾱς |
κλητική ὦ! | πλεκτάνη | πλεκτάναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλεκτάνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλεκτάναιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλεκτάνη < πλέκω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλεκτάνη θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
- πλεκτάνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλεκτάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.