δόκανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δόκανο | τα | δόκανα |
γενική | του | δόκανου | των | δόκανων |
αιτιατική | το | δόκανο | τα | δόκανα |
κλητική | δόκανο | δόκανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δόκανο < μεσαιωνική ελληνική δόκανον < ελληνιστική κοινή δόκανα (τα) < αρχαία ελληνική δοκός → δείτε περισσότερα στο δόκανον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðo.ka.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐κα‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
δόκανο ουδέτερο
- είδος παγίδας για ζώα που αποτελείται από ένα μηχανισμό με δύο σιαγόνες· όταν ένα ζώο τον πιέσει με το βάρος του, οι σιαγόνες κλείνουν παγιδεύοντας το πόδι του
- ※ Μάνα στα χρόνια τα παλιά / ήμουν αγρίμι σε φωλιά / κι ό,τι κι αν μού 'πες το 'κανα / Χωρίς ποτέ να φανταστώ / πως κάποια μέρα θα πιαστώ / Στου φονικού τα δόκανα (Τα δόκανα, στίχοι: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, 1974)
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε παγίδα
- (μεταφορικά) παγίδα
- ↪ 'Στο δόκανο των τραπεζών οι κάτοχοι πιστωτικών καρτών.
Συγγενικά επεξεργασία
- Δόκανα (τοπωνύμιο)