Δόκανα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Δόκανα | ||
γενική | των | Δόκανων | ||
αιτιατική | τα | Δόκανα | ||
κλητική | Δόκανα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δόκανα < δόκανο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðo.ka.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δό‐κα‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δόκανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό