επιβουλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβουλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβουλή[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.vuˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βου‐λή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιβουλή θηλυκό
- η ύπουλη σκέψη ή ενέργεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιβουλή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιβουλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας