cabale
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cabale < ραββινική εβραϊκή qabbala, παράδοση
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cabale | cabales |
cabale (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μυστική επιστήμη που υποτίθεται επιτρέπει την επικοινωνία των οπαδών της με υπερφυσικά όντα
- (μεταφορικά, λόγιο) μυστικές πράξεις, συνήθως εναντίον κάποιου, σκευωρία· συμμορία αυτών που τις κάνουν
- (μεταφορικά, παρωχημένο) το σύνολο των ανθρώπων μιας συμμορίας