↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τροπάριο τα τροπάρια
      γενική του τροπαρίου
τροπάριου
των τροπαρίων
    αιτιατική το τροπάριο τα τροπάρια
     κλητική τροπάριο τροπάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροπάριο < ελληνιστική υποκοριστικό του τρόπος, (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική τροπάριον. Μορφολογικά αναλύεται σε (μελωδικός) τρόπ(ος) + -άριο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπάριο ουδέτερο

  1. (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος) σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος που αναφέρεται σε τιμώμενο πρόσωπο ή γεγονός
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός λέξεων ή εκφράσεων ή θέσεων που επιμένουμε να επαναλαμβάνουμε προκαλώντας ανία ή δυσαρέσκεια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία