πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τροπάριο τα τροπάρια
      γενική του τροπαρίου
& τροπάριου
των τροπαρίων
    αιτιατική το τροπάριο τα τροπάρια
     κλητική τροπάριο τροπάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπάριο ουδέτερο

  1. (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος) σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος που αναφέρεται σε τιμώμενο πρόσωπο ή γεγονός
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός λέξεων ή εκφράσεων ή θέσεων που επιμένουμε να επαναλαμβάνουμε προκαλώντας ανία ή δυσαρέσκεια

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία