τροπάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τροπάριο < ελληνιστική υποκοριστικό του τρόπος, (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική τροπάριον. Μορφολογικά αναλύεται σε (μελωδικός) τρόπ(ος) + -άριο [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τροπάριο ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος) σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος που αναφέρεται σε τιμώμενο πρόσωπο ή γεγονός
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός λέξεων ή εκφράσεων ή θέσεων που επιμένουμε να επαναλαμβάνουμε προκαλώντας ανία ή δυσαρέσκεια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
τροπάριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τροπάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας