τροπάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροπάριον < αρχαία ελληνική τρόπ(ος) στη σημασία: μουσικός τρόπος + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροπάριον ουδέτερο
- (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) άλλη μορφή του τροπάριν: τροπάριο, σύντομος ψαλμός
- ※ 7/8ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Δαμασκηνός, Επιστολή προς Ιορδάνην αρχιμανδρίτην. Περί του τρισαγίου ύμνου 6.9-11, ⌘ Patrologia Graeca 36a
- ὥσπερ οὖν ρητὸν λέγοντες ψολμοῦ τυχὸν ἢ ᾠδῆς ἐπιλέγομεν πολλάκις τροπάριον μελῴδημα
- ※ 11/12ος αιώνας ⌘ Ἰωάννης Ζωναρᾶς, Εξήγησις των αναστασίμων κανόνων των του Δαμασκηνού ⌘ Patrologia Graeca, επιμ. Migne 424
- τροπάρια δὲ λέγονται, ὡς πρὸς τοὺς εἱρμοὺς τρεπόμενα καὶ τὴν ἀναφορὰν τοῦ μέλους πρὸς ἐκείνους ποιούμενα ἤ, καὶ ὡς τρέποντα τὴν φωνὴν τῶν ᾀδόντων
- ※ 7/8ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Δαμασκηνός, Επιστολή προς Ιορδάνην αρχιμανδρίτην. Περί του τρισαγίου ύμνου 6.9-11, ⌘ Patrologia Graeca 36a
Πηγές
επεξεργασία- τροπάριν, -ι(ον) - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- pdf.σελ.386, Τόμος 4ος σελ.88, Τόμος 8 (έκδοση Πελεκάνος, 2015) - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών