Δείτε επίσης: τροπάριο

Ετυμολογία

επεξεργασία
τροπάριον < αρχαία ελληνική τρόπ(ος) στη σημασία: μουσικός τρόπος  + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπάριον ουδέτερο