Δείτε επίσης: τροπάρι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροπάριν < τροπάρ(ιον) + -ιν για αποφυγή της χασμωδίας.[1] αρχαία ελληνική τρόπ(ος) στη σημασία: μουσικός τρόπος  + υποκοριστικό επίθημα -άριν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπάριν ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

με τροπαρι-

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία