πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαλμός οι ψαλμοί
      γενική του ψαλμού των ψαλμών
    αιτιατική τον ψαλμό τους ψαλμούς
     κλητική ψαλμέ ψαλμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαλμός αρσενικό

  1. η ψαλμωδία αυτή καθαυτή, το ψάλσιμο
  2. το μελοποιημένο θρησκευτικό ποίημα ή ύμνος γενικά

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Κοντός ψαλμός, αλληλούια: όπου να 'ναι θα ξέρουμε, τελειώνει το ζήτημα, περιττό να συζητάμε (ή επειδή η λέξη αλληλούια νοείται ως ο συντομότερος δυνατόν ψαλμός ή επειδή στους σύντομους ψαλμούς, δεν αργεί και το αλληλούια, ο επίλογος, ίσως συγκεκριμένα από τη νεκρώσιμη ακολουθία που έχει πάντα βραχείς ψαλμούς)

Μεταφράσεις

επεξεργασία