Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψάλσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψάλσιμ
ο
τα
ψαλσίμ
ατ
α
γενική
του
ψαλσίμ
ατ
ος
των
ψαλσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
ψάλσιμ
ο
τα
ψαλσίμ
ατ
α
κλητική
ψάλσιμ
ο
ψαλσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψάλσιμο
<
ψάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψάλσιμο
ουδέτερο
η
ψαλμωδία
, το να ψάλλει κάποιος, συνήθως ο
ψάλτης
η
γρίνια
Συγγενικά
επεξεργασία
ψαλμός
ψαλτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψάλσιμο