↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγγιγμα τα αγγίγματα
      γενική του αγγίγματος των αγγιγμάτων
    αιτιατική το άγγιγμα τα αγγίγματα
     κλητική άγγιγμα αγγίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άγγιγμα < αγγίζω + -μα (πβ. μεσαιωνικά ελληνικά ἔγγισμα / (ελληνιστική κοινή) ἐγγισμός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγ‐γιγ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άγγιγμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του αγγίζω
     συνώνυμα: ακούμπισμα, ψαύση
  2. η αίσθηση που προκαλεί αυτό
  3. (μεταφορικά) το ελαφρύς χάδι
     συνώνυμα: θωπεία
  4. (μεταφορικά) το πείραγμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία