Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πείραγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πείραγμα
τα
πειράγμα
τ
α
γενική
του
πειράγμα
τ
ος
των
πειραγμά
τ
ων
αιτιατική
το
πείραγμα
τα
πειράγμα
τ
α
κλητική
πείραγμα
πειράγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πείραγμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πείραγμα
ουδέτερο
αστείο
,
χωρατό
, καλοπροαίρετη
κοροϊδία
,
δούλεμα
καρφί
,
σπόντα
,
μπηχτή
,
φιτιλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πείραγμα
αγγλικά
:
ήπιο, καλόβουλο
:
teasing
(en)
,
banter
(en)
γαλλικά
:
taquinerie
(fr)