κοροϊδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοροϊδία < κοροϊδ(εύω) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοροϊδία θηλυκό
- το κορόιδεμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κοροϊδιά (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κορόιδο
κοροϊδία θηλυκό