Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοροϊδία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κοροϊδί
α
οι
κοροϊδί
ες
γενική
της
κοροϊδί
ας
των
κοροϊδι
ών
αιτιατική
την
κοροϊδί
α
τις
κοροϊδί
ες
κλητική
κοροϊδί
α
κοροϊδί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοροϊδία
<
κοροϊδ(εύω)
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοροϊδία
θηλυκό
το
κορόιδεμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κοροϊδιά
(
ιδιωματικό
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
κορόιδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοροϊδία
αγγλικά
:
derision
(en)
γαλλικά
:
moquerie
(fr)
,
raillerie
(fr)
γερμανικά
:
Hohn
(de)
ιταλικά
:
giro
(it)
ρωσικά
:
насмешка
(ru)