ενικός         πληθυντικός  
raillerie railleries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

raillerie (fr) αρσενικό

  1. ο αστεϊσμός, η κοροϊδία, η χλεύη, ο χλευασμός, το κορόιδεμα
  2. η συνήθεια ή η τέχνη του αστεϊσμού
     συνώνυμα: ironie, malice, moquerie, satire
  3. ο σαρκασμός
     συνώνυμα: quolibet, sarcasme