Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
raillerie
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
raillerie
railleries
Ουσιαστικό
επεξεργασία
raillerie
(fr)
αρσενικό
ο
αστεϊσμός
, η
κοροϊδία
, η
χλεύη
, ο
χλευασμός
, το
κορόιδεμα
η συνήθεια ή η τέχνη του αστεϊσμού
≈
συνώνυμα
:
ironie
,
malice
,
moquerie
,
satire
ο
σαρκασμός
≈
συνώνυμα
:
quolibet
,
sarcasme