χλεύη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλεύη | οι | χλεύες |
γενική | της | χλεύης | των | χλευών |
αιτιατική | τη | χλεύη | τις | χλεύες |
κλητική | χλεύη | χλεύες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλεύη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χλεύη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰlew- (αστειεύομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλεύη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χλεύη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χλεύη | αἱ | χλεῦαι |
γενική | τῆς | χλεύης | τῶν | χλευῶν |
δοτική | τῇ | χλεύῃ | ταῖς | χλεύαις |
αιτιατική | τὴν | χλεύην | τὰς | χλεύᾱς |
κλητική ὦ! | χλεύη | χλεῦαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χλεύᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χλεύαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλεύη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰlew- (αστειεύομαι) (συγγενές με τα χλίω, χλωρός, χλαρός και χλιδή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλεύη-ης θηλυκό (ο δυϊκός δεν απαντάται)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χλεύη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χλεύη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.