Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλαρός < πιθανόν συγγενές του χλωρός ή του ἱλαρός

  Επίθετο επεξεργασία

χλαρός, ά, όν