↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλωρός η χλωρή το χλωρό
      γενική του χλωρού της χλωρής του χλωρού
    αιτιατική τον χλωρό τη χλωρή το χλωρό
     κλητική χλωρέ χλωρή χλωρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλωροί οι χλωρές τα χλωρά
      γενική των χλωρών των χλωρών των χλωρών
    αιτιατική τους χλωρούς τις χλωρές τα χλωρά
     κλητική χλωροί χλωρές χλωρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χλωρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xloˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλω‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

χλωρός

  1. (γενικότερα) που μόλις έχει δημιουργηθεί, φτιαχτεί ή παραχθεί και δεν έχει ακόμα ωριμάσει ή δέσει
  2. (για φυτά) που έχει πρόσφατα βλαστήσει και είναι ακόμα πράσινος και τρυφερός
  3. (για τυρί) που έχει παραχθεί πρόσφατα και δεν έχει ακόμα ωριμάσει για να καταναλωθεί

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χλωρός χλωρᾱ́ τὸ χλωρόν
      γενική τοῦ χλωροῦ τῆς χλωρᾶς τοῦ χλωροῦ
      δοτική τῷ χλωρ τῇ χλωρ τῷ χλωρ
    αιτιατική τὸν χλωρόν τὴν χλωρᾱ́ν τὸ χλωρόν
     κλητική ! χλωρέ χλωρᾱ́ χλωρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χλωροί αἱ χλωραί τὰ χλωρᾰ́
      γενική τῶν χλωρῶν τῶν χλωρῶν τῶν χλωρῶν
      δοτική τοῖς χλωροῖς ταῖς χλωραῖς τοῖς χλωροῖς
    αιτιατική τοὺς χλωρούς τὰς χλωρᾱ́ς τὰ χλωρᾰ́
     κλητική ! χλωροί χλωραί χλωρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χλωρώ τὼ χλωρᾱ́ τὼ χλωρώ
      γεν-δοτ τοῖν χλωροῖν τοῖν χλωραῖν τοῖν χλωροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

χλωρός, -ά, -όν, συγκριτικός:χλωρότερος, υπερθετικός: χλωρότατος

  1. χλωρός
  2. ο πρασινοκίτρινος σίτος όταν πρωτοβλασταίνει, ο άγουρος καρπός
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 6.1
    ἅμα δὲ πρῲ ἐσβαλόντες καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος ἐσπάνιζον τροφῆς τοῖς πολλοῖς, χειμών τε ἐπιγενόμενος μείζων παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν ἐπίεσε τὸ στράτευμα.
    Εκτός απ᾽ αυτό είχαν κάνει την εισβολή πολύ νωρίς την άνοιξη και το σιτάρι ήταν ακόμα χλωρό. Σπάνιζαν τα τρόφιμα για τον στρατό κι έπεσε και μεγάλη κακοκαιρία, παρά την εποχή, και ο στρατός ταλαιπωρήθηκε πολύ.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. (χρώμα) κιτρινοπράσινο
  4. ωχρός, χλωμός
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 231 (231-233)
    ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος | βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ | ὀξέα καὶ λιγέως·
    Κι όπως επάνω στο χλωρό αδάμαντα | πατούσανε, ηχούσε η ασπίδα με μεγάλο ορυμαγδό, | διαπεραστικά και έντονα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. (για φόβο) που σε κάνει να χάνεις το χρώμα σου
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 67
    μάλα γὰρ χλωρὸν δέος αἱρεῖ·
    χλωμός τους κυριεύει ο τρόμος·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 42 (42-43)
    Ὣς φάτο, τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλε· | πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον·
    Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και τρόμος, | κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει το κεφάλι του απ᾽ τον χαμό.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  6. (για ανθρώπους) ωχρός
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 265 (264-265)
    πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
    Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή, | ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος/6ος πκε αιώνας Σαπφώ, Ύμνοι και Επιθαλάμια, Απόσπασμα 2 - Ωδή εις Ανακτορία, στίχοι 13-16
    †έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται†, τρόμος δὲ | παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας | ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης | φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·
    • σταλάζει ο ιδρώτας, το κορμί μου ακέριο | ζώνει η τρεμούλα, κι απ᾽ το χόρτο δείχνω | πιο πράσινη· λίγο θαρρώ μου λείπει | να ξεψυχήσω!
      Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής @greek-language.gr
    • ιδρώτας κυλά στο κορμί μου κι ένα τρέμουλο | με συνεπαίρνει ολόκληρη. Γίνομαι πιο χλωμή κι απ᾽ το χορτάρι | και νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο.
    &: Μετάφραση: Δ. Ιακώβ, @greek-language.gr
  7. φρέσκος, χλωρός, σε αντιδιαστολή προς τον ξηρό καρπό
  8. ανθηρός, ζωηρός, ζωντανός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 677 (676-677)
    εἰ δ᾽ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ | χλωρόν τε καὶ βλέποντα,
    γιατί αν τον βλέπει κάπου μια του ήλιου αχτίνα | γερό και ζωντανό,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  9. (για μέλι) κίτρινος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 234 (στίχοι 233-235)
    εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, | ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν | οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα·
    Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκαμνιά· | αμέσως τους ετοίμασε, ανακινώντας σε κρασί της Πράμνου, | τυρί τριμμένο και κριθάλευρο, μέλι χρυσό,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  10. (μεταφορικά) φρέσκος, ζωντανός, πρόσφατος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 906 (906-907)
    [ΧΟ.] κἀμοὶ κατ᾽ ὄσσων χλωρὸν ὡρμήθη δάκρυ· | καὶ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν.
    [ΧΟ.] Και από τα δικά μου μάτια εκύλησε ωχρό δάκρυ. | Μακάρι να μείνει εδώ το κακό και να μην πάει παραπέρα.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    ΣτΕ:δάκρυ που ακόμα αναβλύζει από τα μάτια, το φρέσκο, πρόσφατο δάκρυ.

Άλλες μορφές

επεξεργασία