ξηρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξηρός | η | ξηρή & ξηρά |
το | ξηρό |
γενική | του | ξηρού | της | ξηρής & ξηράς |
του | ξηρού |
αιτιατική | τον | ξηρό | την | ξηρή & ξηρά |
το | ξηρό |
κλητική | ξηρέ | ξηρή & ξηρά |
ξηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξηροί | οι | ξηρές | τα | ξηρά |
γενική | των | ξηρών | των | ξηρών | των | ξηρών |
αιτιατική | τους | ξηρούς | τις | ξηρές | τα | ξηρά |
κλητική | ξηροί | ξηρές | ξηρά | |||
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξηρός, απ' όπου και το μεσαιωνικό ξηρός & ξερός.[1]
- για τον ξηρό οίνο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sec [2]
Επίθετο
επεξεργασίαξηρός, -ή/ά, -ό, συγκριτικός : ξηρότερος, υπερθετικός : ξηρότατος
- (λόγιο) ο ξερός, κυρίως για επιστημονικούς όρους ή καθιερωμένες εκφράσεις
- ⮡ Ο κτηνίατρος μου συνέστησε για το σκύλο ξηρά τροφή, αλλά αυτός προτιμάει το πιάτο μου
- ⮡ έπνεε ξηρός άνεμος - έχει πολύ ξηρή ατμόσφαιρα
- ⮡ ξηρός λευκός οίνος
- ⮡ ξηρός πάγος
- ⮡ κατά την παραγωγή ξηρού αερίου (dry gas)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Ξηρός (επώνυμο)
ετυμολογικό πεδίο
ξηρ-
ξηρ-
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά:
- ξηροστομία
- ξηροδερμία
- ξηροφθαλμία
- ξηροβατικός
- ξηρόπισσα
- πρώτο συνθετικό τοπωνυμιών (Ξηρόκαμπος, Ξηροβούνι κ.ά.)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ξηρά οδός (στη χημεία)
- ξηρά ομίχλη (μετεωρολογία)
- ξηρά στοιχεία (ηλεκτροχημεία)
- ξηρά απόσταξη
- ξηρόν κλάσμα (στη βυζαντινή μουσική σημειογραφία)
- ξηρός πάγος
- ξηροί καρποί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξηρός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ξηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- ξηρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ξηρός | ἡ | ξηρᾱ́ | τὸ | ξηρόν |
γενική | τοῦ | ξηροῦ | τῆς | ξηρᾶς | τοῦ | ξηροῦ |
δοτική | τῷ | ξηρῷ | τῇ | ξηρᾷ | τῷ | ξηρῷ |
αιτιατική | τὸν | ξηρόν | τὴν | ξηρᾱ́ν | τὸ | ξηρόν |
κλητική ὦ! | ξηρέ | ξηρᾱ́ | ξηρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ξηροί | αἱ | ξηραί | τὰ | ξηρᾰ́ |
γενική | τῶν | ξηρῶν | τῶν | ξηρῶν | τῶν | ξηρῶν |
δοτική | τοῖς | ξηροῖς | ταῖς | ξηραῖς | τοῖς | ξηροῖς |
αιτιατική | τοὺς | ξηρούς | τὰς | ξηρᾱ́ς | τὰ | ξηρᾰ́ |
κλητική ὦ! | ξηροί | ξηραί | ξηρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξηρώ | τὼ | ξηρᾱ́ | τὼ | ξηρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ξηροῖν | τοῖν | ξηραῖν | τοῖν | ξηροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξηρός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαξηρός, -ά, -όν, συγκριτικός : ξηρότερος, υπερθετικός : ξηρότατος
- ξηρός, ξερός
- ⮡ χειμάρρους ξηροὺς ὕδατος
- ⮡ μέτρα ξηρά τε καὶ ὑγρά (μέτρα και σταθμά)
- ισχνός, αδύνατος, ξερακιανός
- στεγνός
- ⮡ πραγματεία ἀτερπὴς καὶ ξηρά
- τραχύς, σκληρός αυστηρός, εγκρατής, που κάνει νηστεία
- ⮡ ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν
- ⮡ ξηρός τρόπος
- το ουδέτερο και το θηλυκό ως ουσιαστικά, η ξηρά, η γη
- ⮡ ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ ποιεῖν
- το θηλυκό ως ουσιαστικό και για ένα χώρο του λουτρού, χωρίς νερό, αλλά με ζέστη, σαν το χαμάμ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ξηρόν γάλα : το ωριμασμένο τυρί (και τυρός)
- ἐν ξηροῖσιν ἐκτρέφειν (το να τρώει κανείς ξηρά τροφή, συνήθως εννοουμένης των δημητριακών)
- καρπός ξηρός τα δημητριακά, σε αντιδιαστολή προς τον ξύλινον καρπόν (το φρούτο του δέντρου, αλλά και το λάδι και το κρασί)
- ξηρά κοιλίη : η δυσκοιλιότητα
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ξηρ-
ξηρ-
- ξηραίνω
- η ξηρά (ουσιαστικό)
- ξήρανσις
- ξηρασία
- ξηρότης
- ξηρῶς (επίρρημα)
- Λέξεις ξηρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά:
- ξηρόφωνος
- ξηραλοιφέω (για παλαιστές και αθλητές)
- ξηροβατικός (χερσαίος)
- ξηροτροφικός
- ξηροπυρία
με δεύτερο συνθετικό ξηρός:
Πηγές
επεξεργασία- ξηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.