ξηροδερμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξηροδερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xérodermie < αρχαία ελληνική ξηρός + δέρμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.ɾo.ðeɾˈmi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξηροδερμία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- μελαγχρωματική ξηροδερμία