ξηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξηρότητα < ξηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξηρότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ξηρότητα του κλίματος της περιοχής δεν ευνοεί την ανάπτυξη βλάστησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξηρότητα
|