Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηρότητα οι ξηρότητες
      γενική της ξηρότητας των ξηροτήτων
    αιτιατική την ξηρότητα τις ξηρότητες
     κλητική ξηρότητα ξηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξηρότητα < ξηρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξηρότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

η ξηρότητα του κλίματος της περιοχής δεν ευνοεί την ανάπτυξη βλάστησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία