↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παθολογικός η παθολογική το παθολογικό
      γενική του παθολογικού της παθολογικής του παθολογικού
    αιτιατική τον παθολογικό την παθολογική το παθολογικό
     κλητική παθολογικέ παθολογική παθολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παθολογικοί οι παθολογικές τα παθολογικά
      γενική των παθολογικών των παθολογικών των παθολογικών
    αιτιατική τους παθολογικούς τις παθολογικές τα παθολογικά
     κλητική παθολογικοί παθολογικές παθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παθολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

παθολογικός

  1. που αναφέρεται στην παθολογία ενός ζωντανού οργανισμού
  2. που αποτελεί παρέκκλιση από την κανονική λειτουργία, είναι αποτέλεσμα ή ένδειξη μιας ασθένειας ή δυσλειτουργίας
  3. που κάνει κάτι αρνητικό καθ' έξη
    παθολογικός ψεύτης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία