Δείτε επίσης: έξι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξη οι έξεις
      γενική της έξης* των έξεων
    αιτιατική την έξη τις έξεις
     κλητική έξη έξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, έξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έξη θηλυκό

  • συνήθεια που αποκτήθηκε με την επανάληψη μιας πράξης ή με τη συνεχή επίδραση του ίδιου παράγοντα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • καθ' έξιν: για κακή, βλαβερή επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά
     δείτε τη λέξη  ἕξις και έξις

Μεταφράσεις

επεξεργασία