έξι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έξι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἕξι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἕξ + -ι
Προφορά επεξεργασία
Αριθμητικό επεξεργασία
έξι
- το απόλυτο αριθμητικό (6) που ακολουθεί το πέντε και προηγείται του εφτά
Παράγωγα επεξεργασία
αριθμητικά | |
απόλυτο: | έξι |
ψηφίο: | εξάρι |
τακτικό: | έκτος |
πολλαπλασιαστικό: | εξαπλός |
αναλογικό: | εξαπλάσιος |
περιληπτικό: | εξάδα |
επίρρημα: | εξάκις |
πρόθημα: | εξα- |
χρονικά | |
λεπτά: | εξάλεπτο |
ώρες: | εξάωρο |
ημέρες: | εξαήμερο |
μήνες: | εξάμηνο |
έτη: | εξαετία |
διάρκεια: | εξαετής, εξαετές - εξάχρονος, εξάχρονη, εξάχρονο |
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έξι ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έξι
|