Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαπλάσιος η εξαπλάσια το εξαπλάσιο
      γενική του εξαπλάσιου της εξαπλάσιας του εξαπλάσιου
    αιτιατική τον εξαπλάσιο την εξαπλάσια το εξαπλάσιο
     κλητική εξαπλάσιε εξαπλάσια εξαπλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαπλάσιοι οι εξαπλάσιες τα εξαπλάσια
      γενική των εξαπλάσιων των εξαπλάσιων των εξαπλάσιων
    αιτιατική τους εξαπλάσιους τις εξαπλάσιες τα εξαπλάσια
     κλητική εξαπλάσιοι εξαπλάσιες εξαπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαπλάσιος < εξα- + -πλάσιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

εξαπλάσιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία