εξαπλασιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαπλασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεξαπλασιάζω
- καθιστώ μια ποσότητα έξι φορές μεγαλύτερη
- πολλαπλασιάζω έναν αριθμό επί έξι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαπλασιάζω
|
εξαπλασιάζω
|