Δείτε επίσης: Κατηγορία:Προθήματα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόθημα τα προθήματα
      γενική του προθήματος των προθημάτων
    αιτιατική το πρόθημα τα προθήματα
     κλητική πρόθημα προθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόθημα < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική praefixum. Σχηματισμός κατά το «επίθημα», πρό- + -θημα (< → δείτε τη λέξη τίθημι [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾo.θi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐θη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόθημα ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία) παράθημαπρόσφυμα) το οποίο προστίθεται πριν από τη ρίζα μιας λέξης ως συνθετικό της για την παραγωγή μιας νέας λέξης
    ξεφεύγω
    επικοινωνιακός
    ευνόητος
    συγχέεται λανθασμένα με : πρόθεμα
  2. (πληροφορική) συμβολοσειρά που αποτελείται από έναν ή περισσότερους συνεχόμενους χαρακτήρες από την αρχή (αριστερό τμήμα) μιάς συμβολοσειράς (string)
    Στη συμβολοσειρά: "Hello", οι συμβολοσειρές: "H", "He", "Hel" και "Hell", είναι προθήματα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία