πρόθημα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόθημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) παράθημα (ή πρόσφυμα) το οποίο προστίθεται πριν από τη ρίζα μιας λέξης ως συνθετικό της για την παραγωγή μιας νέας λέξης
- ξεφεύγω
- επικοινωνιακός
- ευνόητος
- συγχέεται λανθασμένα με : πρόθεμα
- (πληροφορική) συμβολοσειρά που αποτελείται από έναν ή περισσότερους συνεχόμενους χαρακτήρες από την αρχή (αριστερό τμήμα) μιάς συμβολοσειράς (string)
- Στη συμβολοσειρά:
"Hello"
, οι συμβολοσειρές:"H", "He", "Hel"
και"Hell"
, είναι προθήματα
- Στη συμβολοσειρά: