Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικοινωνιακός η επικοινωνιακή το επικοινωνιακό
      γενική του επικοινωνιακού της επικοινωνιακής του επικοινωνιακού
    αιτιατική τον επικοινωνιακό την επικοινωνιακή το επικοινωνιακό
     κλητική επικοινωνιακέ επικοινωνιακή επικοινωνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικοινωνιακοί οι επικοινωνιακές τα επικοινωνιακά
      γενική των επικοινωνιακών των επικοινωνιακών των επικοινωνιακών
    αιτιατική τους επικοινωνιακούς τις επικοινωνιακές τα επικοινωνιακά
     κλητική επικοινωνιακοί επικοινωνιακές επικοινωνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικοινωνιακός < επικοινωνία + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

επικοινωνιακός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην επικοινωνία
    επικοινωνιακή πολιτική
  2. που έχει το χάρισμα να έχει καλή επικοινωνία με τους άλλους
    επικοινωνιακός άνθρωπος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία