επικοινωνιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικοινωνιακός < επικοινωνία + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίαεπικοινωνιακός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην επικοινωνία
- επικοινωνιακή πολιτική
- που έχει το χάρισμα να έχει καλή επικοινωνία με τους άλλους
- επικοινωνιακός άνθρωπος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επικοινωνιακός
|