communication
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
communication (en)
- η επικοινωνία
- η συνδιάλεξη
- η συνεννόηση
- το μήνυμα, η πληροφορία, η ανακοίνωση
- (για ασθένεια:) μετάδοση
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- communication < λατινική communicatio
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
communication | communications |
communication (fr) θηλυκό
- η επικοινωνία
- η συγκοινωνία
- η ανακοίνωση