prefix
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
prefix (en)
- πρόθημα
- πρόθεμα
- (πληροφορική) το πρόθημα μιάς συμβολοσειράς (string)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
prefix (fr) αρσενικό