Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

interfix < inter- + fix

  Ουσιαστικό επεξεργασία

interfix (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • interfix στην αγγλική Βικιπαίδεια